- αρμπιτράζ
- (arbitrage). Εμπορική πράξη η οποία συνίσταται στην απόκτηση ενός εμπορεύματος σε μια αγορά και στην άμεση μεταπώλησή του σε μια άλλη αγορά, με σκοπό τον προσπορισμό κέρδους από τη διαφορά των τιμών που ισχύουν στους δύο τόπους. Αποτέλεσμα του α. είναι να αυξάνει η ζήτηση του εμπορεύματος στην αγορά όπου η τιμή του είναι μικρότερη και έτσι να ακριβαίνει και αντίστοιχα να αυξάνει η προσφορά του ίδιου εμπορεύματος στην αγορά όπου η τιμή είναι μεγαλύτερη με συνέπεια μια τάση μείωσης. Οι κερδοσκοπικές αυτές πράξεις α. δεν έχουν αποτέλεσμα μόνο τον προσπορισμό ατομικού κέρδους, αλλά εκπληρώνουν και μια χρήσιμη οικονομική αποστολή, αφού διευκολύνουν την εξίσωση των τιμών στις διάφορες περιοχές και την κατανομή του εμπορεύματος στις διάφορες αγορές, κατά τρόπο ώστε να ισορροπούν η ζήτηση και η προσφορά με τη συρροή του ίδιου εμπορεύματος προς τους τόπους όπου υπάρχει μεγαλύτερη ζήτησή του. Οι πράξεις α. έχουν συνήθως ως αντικείμενο ομοιογενή εμπορεύματα ευρείας αγοράς, όπως είναι τα σιτηρά, οι πρώτες ύλες, οι τίτλοι, το ξένο συνάλλαγμα. Στο πλαίσιο του συστήματος διεθνούς μετατρεψιμότητας, που ισχύει για τα κυριότερα νομίσματα, ο προσδιορισμός της τιμής κάθε ξένου συναλλάγματος γίνεται με βάση την προσφορά και τη ζήτησή του σε όλες τις διεθνείς αγορές, προσφορά και ζήτηση που εξισορροπούνται ακριβώς με τη μεσολάβηση πράξεων α. από τη μία αγορά στην άλλη.
Dictionary of Greek. 2013.